ακοστολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακοστολόγητος | η | ακοστολόγητη | το | ακοστολόγητο |
| γενική | του | ακοστολόγητου | της | ακοστολόγητης | του | ακοστολόγητου |
| αιτιατική | τον | ακοστολόγητο | την | ακοστολόγητη | το | ακοστολόγητο |
| κλητική | ακοστολόγητε | ακοστολόγητη | ακοστολόγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακοστολόγητοι | οι | ακοστολόγητες | τα | ακοστολόγητα |
| γενική | των | ακοστολόγητων | των | ακοστολόγητων | των | ακοστολόγητων |
| αιτιατική | τους | ακοστολόγητους | τις | ακοστολόγητες | τα | ακοστολόγητα |
| κλητική | ακοστολόγητοι | ακοστολόγητες | ακοστολόγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ko.stoˈlo.ʝi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐στο‐λό‐γη‐τος
Μεταφράσεις
ακοστολόγητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.