κόντρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόντρα | οι | κόντρες |
| γενική | της | κόντρας | — | |
| αιτιατική | την | κόντρα | τις | κόντρες |
| κλητική | κόντρα | κόντρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κόντρα θηλυκό
- μη σωματική σύγκρουση, αντιπαράθεση η οποία έχει έντονο χαρακτήρα
- Ξέρω ότι εσείς οι δυο δεν τα πάτε καλά, αλλά φροντίστε να κρατήσετε τις κόντρες σας απέξω. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
- ο ανεπίσημος ή αυτοσχέδιος αγώνας ταχύτητας
- Συνεχίζονται οι κόντρες σε κεντρικούς δρόμους της πόλης της Θεσσαλονίκης με «φτιαγμένα» αυτοκίνητα. [Επικίνδυνες κόντρες με «φτιαγμένα» αυτοκίνητα στην Θεσσαλονίκη (THESSNEWS, 11.1.2018)
- το είδος ξυρίσματος που γίνεται με κατεύθυνση αντίθετη από αυτή που μεγαλώνουν οι τρίχες
- ο μηχανισμός φρεναρίσματος του ποδηλάτου που χρησιμοποιεί την ανάποδη στροφή το πεταλιού
Μεταφράσεις
κόντρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.