κωμικοτραγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωμικοτραγικός η κωμικοτραγική το κωμικοτραγικό
      γενική του κωμικοτραγικού της κωμικοτραγικής του κωμικοτραγικού
    αιτιατική τον κωμικοτραγικό την κωμικοτραγική το κωμικοτραγικό
     κλητική κωμικοτραγικέ κωμικοτραγική κωμικοτραγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωμικοτραγικοί οι κωμικοτραγικές τα κωμικοτραγικά
      γενική των κωμικοτραγικών των κωμικοτραγικών των κωμικοτραγικών
    αιτιατική τους κωμικοτραγικούς τις κωμικοτραγικές τα κωμικοτραγικά
     κλητική κωμικοτραγικοί κωμικοτραγικές κωμικοτραγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κωμικοτραγικός < κωμικ(ός) + -ο- + τραγικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tragicomique ή από παλαιότερη αγγλική comico-tragical[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.mi.ko.tɾaˈʝi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωμικοτραγικός

Επίθετο

κωμικοτραγικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.