κωμικοτραγωδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωμικοτραγωδία οι κωμικοτραγωδίες
      γενική της κωμικοτραγωδίας των κωμικοτραγωδιών
    αιτιατική την κωμικοτραγωδία τις κωμικοτραγωδίες
     κλητική κωμικοτραγωδία κωμικοτραγωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωμικοτραγωδία < κωμικ(ός) + -ο- + τραγωδία

Ουσιαστικό

κωμικοτραγωδία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.