σύνθημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνθημα τα συνθήματα
      γενική του συνθήματος των συνθημάτων
    αιτιατική το σύνθημα τα συνθήματα
     κλητική σύνθημα συνθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνθημα < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

σύνθημα ουδέτερο

  1. φράση με πολιτικό περιεχόμενο που τη φωνάζουν ρυθμικά οι συγκεντρωμένοι σε μια πολιτική συγκέντρωση
  2. φράση με πολιτικό περιεχόμενο γραμμένη σε τοίχο
  3. εμβληματική φράση
  4. (στρατιωτικός όρος) η μία από τις δύο μυστικές λέξεις που χρησιμοποιούνται για αναγνώριση

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.