κυψελίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυψελίδα | οι | κυψελίδες |
| γενική | της | κυψελίδας | των | κυψελίδων |
| αιτιατική | την | κυψελίδα | τις | κυψελίδες |
| κλητική | κυψελίδα | κυψελίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυψελίδα < ελληνιστική κοινή κυψελίς (1η σημασία) αρχαία ελληνική κυψελίς (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cellule)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.pseˈli.ða/
Ουσιαστικό
κυψελίδα θηλυκό
- το «κερί» που εκκρίνεται από αδένες του αφτιού
- (ανατομία) μικροσκοπικός πνευμονικός αερόσακος
- μικροσκοπικός ασκός που εισάγει οξυγόνο στο αίμα (σε τριχοειδή αγγεία) ενώ αφαιρεί (από το αίμα) το διοξείδιο του άνθρακα
- ονομασία πολύ μικρών πολυάριθμων κοίλων πνευμονικών οργανιδίων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κυψέλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.