κυοφορημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυοφορημένος | η | κυοφορημένη | το | κυοφορημένο |
| γενική | του | κυοφορημένου | της | κυοφορημένης | του | κυοφορημένου |
| αιτιατική | τον | κυοφορημένο | την | κυοφορημένη | το | κυοφορημένο |
| κλητική | κυοφορημένε | κυοφορημένη | κυοφορημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυοφορημένοι | οι | κυοφορημένες | τα | κυοφορημένα |
| γενική | των | κυοφορημένων | των | κυοφορημένων | των | κυοφορημένων |
| αιτιατική | τους | κυοφορημένους | τις | κυοφορημένες | τα | κυοφορημένα |
| κλητική | κυοφορημένοι | κυοφορημένες | κυοφορημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυοφορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυοφορώ
Μεταφράσεις
κυοφορημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.