ακυοφόρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακυοφόρητος | η | ακυοφόρητη | το | ακυοφόρητο |
| γενική | του | ακυοφόρητου | της | ακυοφόρητης | του | ακυοφόρητου |
| αιτιατική | τον | ακυοφόρητο | την | ακυοφόρητη | το | ακυοφόρητο |
| κλητική | ακυοφόρητε | ακυοφόρητη | ακυοφόρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακυοφόρητοι | οι | ακυοφόρητες | τα | ακυοφόρητα |
| γενική | των | ακυοφόρητων | των | ακυοφόρητων | των | ακυοφόρητων |
| αιτιατική | τους | ακυοφόρητους | τις | ακυοφόρητες | τα | ακυοφόρητα |
| κλητική | ακυοφόρητοι | ακυοφόρητες | ακυοφόρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ci.oˈfo.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κυ‐ο‐φό‐ρη‐τος
Επίθετο
ακυοφόρητος, -η, -ο
- που δεν έχει κυοφορηθεί (συχνά, για ωάρια, έμβρυα)
- (μεταφορικά) που δεν έχει γίνει αντικείμενο επεξεργασίας ως σχέδιο δράσης, που δεν προετοιμάστηκε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.