κυκλοφοριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλοφοριακός η κυκλοφοριακή το κυκλοφοριακό
      γενική του κυκλοφοριακού της κυκλοφοριακής του κυκλοφοριακού
    αιτιατική τον κυκλοφοριακό την κυκλοφοριακή το κυκλοφοριακό
     κλητική κυκλοφοριακέ κυκλοφοριακή κυκλοφοριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλοφοριακοί οι κυκλοφοριακές τα κυκλοφοριακά
      γενική των κυκλοφοριακών των κυκλοφοριακών των κυκλοφοριακών
    αιτιατική τους κυκλοφοριακούς τις κυκλοφοριακές τα κυκλοφοριακά
     κλητική κυκλοφοριακοί κυκλοφοριακές κυκλοφοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυκλοφοριακός < κυκλοφορία + -ακός

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.klo.fo.ri.a.ˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυκλοφοριακός

Επίθετο

κυκλοφοριακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την κυκλοφορία (αυτοκινήτων, πεζών κ.λπ.) ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κυκλοφοριακό
  3. άλλη μορφή του κυκλοφορικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.