κυκλοφοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυκλοφοριακός | η | κυκλοφοριακή | το | κυκλοφοριακό |
| γενική | του | κυκλοφοριακού | της | κυκλοφοριακής | του | κυκλοφοριακού |
| αιτιατική | τον | κυκλοφοριακό | την | κυκλοφοριακή | το | κυκλοφοριακό |
| κλητική | κυκλοφοριακέ | κυκλοφοριακή | κυκλοφοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυκλοφοριακοί | οι | κυκλοφοριακές | τα | κυκλοφοριακά |
| γενική | των | κυκλοφοριακών | των | κυκλοφοριακών | των | κυκλοφοριακών |
| αιτιατική | τους | κυκλοφοριακούς | τις | κυκλοφοριακές | τα | κυκλοφοριακά |
| κλητική | κυκλοφοριακοί | κυκλοφοριακές | κυκλοφοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυκλοφοριακός < κυκλοφορία + -ακός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.klo.fo.ri.a.ˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλο‐φο‐ρι‐α‐κός
Επίθετο
κυκλοφοριακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την κυκλοφορία (αυτοκινήτων, πεζών κ.λπ.) ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) κυκλοφοριακό
- άλλη μορφή του κυκλοφορικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κυκλοφορία, κύκλος και φέρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.