κυκλοφοριακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυκλοφοριακά < κυκλοφοριακός + -ά
Μεταφράσεις
κυκλοφοριακά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κυκλοφοριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυκλοφοριακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.