κυκλοφορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυκλοφορικός | η | κυκλοφορική | το | κυκλοφορικό |
| γενική | του | κυκλοφορικού | της | κυκλοφορικής | του | κυκλοφορικού |
| αιτιατική | τον | κυκλοφορικό | την | κυκλοφορική | το | κυκλοφορικό |
| κλητική | κυκλοφορικέ | κυκλοφορική | κυκλοφορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυκλοφορικοί | οι | κυκλοφορικές | τα | κυκλοφορικά |
| γενική | των | κυκλοφορικών | των | κυκλοφορικών | των | κυκλοφορικών |
| αιτιατική | τους | κυκλοφορικούς | τις | κυκλοφορικές | τα | κυκλοφορικά |
| κλητική | κυκλοφορικοί | κυκλοφορικές | κυκλοφορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

το ανθρώπινο κυκλοφορικό σύστημα
Ετυμολογία
- κυκλοφορικός < ελληνιστική κοινή κυκλοφορικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική circulatoire)
Προφορά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κυκλοφορία, κύκλος και φέρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.