κυβίστησις

Νέα ελληνικά (el)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυβίστησῐς αἱ κυβιστήσεις
      γενική τῆς κυβιστήσεως τῶν κυβιστήσεων
      δοτική τῇ κυβιστήσει ταῖς κυβιστήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κυβίστησῐν τὰς κυβιστήσεις
     κλητική ! κυβίστησῐ κυβιστήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυβιστήσει
γεν-δοτ τοῖν  κυβιστησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυβίστησις < κυβιστάω / κυβιστῶ, κυβιστη- + -σις < κύμβη (στη σημασία: κεφαλή) (και κύβη στο Μέγα Ετυμολογικόν)

Ουσιαστικό

κυβίστησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

ετυμολογία:

  • «κύμβη2» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  • «κυβίστηση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.