κυβίστημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυβίστημα τα κυβιστήματα
      γενική του κυβιστήματος των κυβιστημάτων
    αιτιατική το κυβίστημα τα κυβιστήματα
     κλητική κυβίστημα κυβιστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυβίστημα < ελληνιστική κοινή κυβίστημα < αρχαία ελληνική κύβος

Ουσιαστικό

κυβίστημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.