απόκτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόκτημα τα αποκτήματα
      γενική του αποκτήματος των αποκτημάτων
    αιτιατική το απόκτημα τα αποκτήματα
     κλητική απόκτημα αποκτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόκτημα < μεσαιωνική ελληνική απόκτημα < αποκτώ

Ουσιαστικό

απόκτημα ουδέτερο

  1. ό,τι αποκτά κάποιος
  2. κάτι μεγάλης αξίας, πολύτιμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.