κτῆμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κτῆμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτῆμα
Ουσιαστικό
κτῆμα ουδέτερο
- κτῆμαν
- κτημάτο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- χτῆμα
Πηγές
- κτήμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κτῆμᾰ | τὰ | κτήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | κτήμᾰτος | τῶν | κτημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | κτήμᾰτῐ | τοῖς | κτήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | κτῆμᾰ | τὰ | κτήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | κτῆμᾰ | κτήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κτημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κτῆμα, ήδη ομηρικό < θέμα κτη- όπως στο κέ-κτη-μαι του κτάομαι / κτῶμαι + -μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek-
Συγγενικά
θέμα κτηματ-
- ἀκτημοσύνη
- ἀκτήμων
- ἔγκτημα
- ἐπίκτημα
- εὐκτημοσύνη
- ἐϋκτήμων, ἐυκτήμων
- ἰδιοκτήμων
- κτηματίδιον
- κτηματικός
- κτημάτιον
- κτηματίτης
- κτηματοφύλαξ
- κτηματωνέω
- κτηματώνης
- κτηματωνία
- πολυκτήματος
- πολυκτημοσύνη
- πολυκτήμων
- φιλοκτήματος
- φιλοκτημοσύνη
- φιλοκτήμων
→ και δείτε τη λέξη κτάομαι
Πηγές
- κτῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.