κτερισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κτερισμένος | η | κτερισμένη | το | κτερισμένο |
| γενική | του | κτερισμένου | της | κτερισμένης | του | κτερισμένου |
| αιτιατική | τον | κτερισμένο | την | κτερισμένη | το | κτερισμένο |
| κλητική | κτερισμένε | κτερισμένη | κτερισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κτερισμένοι | οι | κτερισμένες | τα | κτερισμένα |
| γενική | των | κτερισμένων | των | κτερισμένων | των | κτερισμένων |
| αιτιατική | τους | κτερισμένους | τις | κτερισμένες | τα | κτερισμένα |
| κλητική | κτερισμένοι | κτερισμένες | κτερισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
κτερισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κτερίζω
- Στις 22 Μαρτίου του 1959 στον Κερασώνα του Νομού Πρέβεζας βρέθηκε τυχαία ένας κιβωτιόσχημος τάφος, πλούσια κτερισμένος. (*)
Μεταφράσεις
κτερισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.