κτερίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κτερίζω < αρχαία ελληνική κτερίζω

Ρήμα

κτερίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κτερίζω < κτέρεα < κτέρας < κτάομαι / κτῶμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tk-e-tróm < *tek- (αποκτώ)

Ρήμα

κτερίζω

  1. θάβω
  2. κηδεύω (με τις πρέπουσες τιμές)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.