κρύπτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρύπτη οι κρύπτες
      γενική της κρύπτης των κρυπτών
    αιτιατική την κρύπτη τις κρύπτες
     κλητική κρύπτη κρύπτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρύπτη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρύπτη < αρχαία ελληνική κρυπτή[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾi.pti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρύπτη

Ουσιαστικό

κρύπτη θηλυκό

  1. καλυμμένος χώρος κατάλληλος για την απόκρυψη αντικειμένων ή ανθρώπων
  2. υπόγεια κατασκευή σε σχήμα θόλου η οποία λειτουργούσε ως χώρος λατρείας κατά τη διάρκεια των διωγμών των Χριστιανών
  3. είδος τάφου εντός μεγαλύτερου, οικογενειακού κυρίως, τάφου
  4. (ανατομία) κόλπωμα στο επιθήλιο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.