κρυοπάγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρυοπάγημα τα κρυοπαγήματα
      γενική του κρυοπαγήματος των κρυοπαγημάτων
    αιτιατική το κρυοπάγημα τα κρυοπαγήματα
     κλητική κρυοπάγημα κρυοπαγήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυοπάγημα < κρυοπαγη- (καθαρεύουσα κρυοπαγῶ) < κρυο- + πάγ(ος) -ώ) + -μα,[1] ή απόδοση για την αγγλική frostbite[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾi.oˈpa.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυοπάγημα

Ουσιαστικό

κρυοπάγημα ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό

  • η αλλοίωση, καταστροφή ή η νέκρωση τμήματος ζώντος οργανισμού η οποία προέρχεται από απώλεια θερμότητας προς το περιβάλλον

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κρύο και πάγος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κρυοπάγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. «κρυοπαγῶ (& κρυοπαγώνω)» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.