χιονίστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονίστρα οι χιονίστρες
      γενική της χιονίστρας των χιονιστρών
    αιτιατική τη χιονίστρα τις χιονίστρες
     κλητική χιονίστρα χιονίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιονίστρα < χιόνι + κατάληξη θηλυκού -στρα

Ουσιαστικό

χιονίστρα θηλυκό

  • πρήξιμο ή παρόμοιος ερεθισμός στα άκρα, στη μύτη ή στα αυτιά που προκλήθηκε από πολύ χαμηλή θερμοκρασία

Σημειώσεις

Το ουσιαστικό αυτό χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.