crust

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

crust (en)

  1. η κρούστα
  2. η κόρα του ψωμιού
  3. το «ψωμί» της πίτσας, το κύριο μέρος της πίτσας που αποτελείται από ζύμη
  4. ο γήινος φλοιός
  5. (μεταφορικά) το τσαγανό
  6. εφελκίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.