κρεουργημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρεουργημένος | η | κρεουργημένη | το | κρεουργημένο |
| γενική | του | κρεουργημένου | της | κρεουργημένης | του | κρεουργημένου |
| αιτιατική | τον | κρεουργημένο | την | κρεουργημένη | το | κρεουργημένο |
| κλητική | κρεουργημένε | κρεουργημένη | κρεουργημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρεουργημένοι | οι | κρεουργημένες | τα | κρεουργημένα |
| γενική | των | κρεουργημένων | των | κρεουργημένων | των | κρεουργημένων |
| αιτιατική | τους | κρεουργημένους | τις | κρεουργημένες | τα | κρεουργημένα |
| κλητική | κρεουργημένοι | κρεουργημένες | κρεουργημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρεουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρεουργώ
Μετοχή
κρεουργημένος, -η, -ο
- που έχει κρεουργηθεί
- (μεταφορικά) φθαρμένος
- κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τα κρεουργημένα αγγλικά του
- τα χέρια του είναι κρεουργημένα από τη σκληρή δουλειά
Μεταφράσεις
κρεουργημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.