κρεουργημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεουργημένος η κρεουργημένη το κρεουργημένο
      γενική του κρεουργημένου της κρεουργημένης του κρεουργημένου
    αιτιατική τον κρεουργημένο την κρεουργημένη το κρεουργημένο
     κλητική κρεουργημένε κρεουργημένη κρεουργημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεουργημένοι οι κρεουργημένες τα κρεουργημένα
      γενική των κρεουργημένων των κρεουργημένων των κρεουργημένων
    αιτιατική τους κρεουργημένους τις κρεουργημένες τα κρεουργημένα
     κλητική κρεουργημένοι κρεουργημένες κρεουργημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρεουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρεουργώ

Μετοχή

κρεουργημένος, -η, -ο

  1. που έχει κρεουργηθεί
  2. (μεταφορικά) φθαρμένος
    κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τα κρεουργημένα αγγλικά του
    τα χέρια του είναι κρεουργημένα από τη σκληρή δουλειά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.