κρεουργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρεουργώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρεουργῶ, συνηρημένος τύπος του κρεουργέω < αρχαία ελληνική κρέας + {ἔργον
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾe.uɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐ουρ‐γώ
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κρεουργώ | κρεουργούσα | θα κρεουργώ | να κρεουργώ | κρεουργώντας | |
| β' ενικ. | κρεουργείς | κρεουργούσες | θα κρεουργείς | να κρεουργείς | (κρεούργει) | |
| γ' ενικ. | κρεουργεί | κρεουργούσε | θα κρεουργεί | να κρεουργεί | ||
| α' πληθ. | κρεουργούμε | κρεουργούσαμε | θα κρεουργούμε | να κρεουργούμε | ||
| β' πληθ. | κρεουργείτε | κρεουργούσατε | θα κρεουργείτε | να κρεουργείτε | κρεουργείτε | |
| γ' πληθ. | κρεουργούν(ε) | κρεουργούσαν(ε) | θα κρεουργούν(ε) | να κρεουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κρεούργησα | θα κρεουργήσω | να κρεουργήσω | κρεουργήσει | ||
| β' ενικ. | κρεούργησες | θα κρεουργήσεις | να κρεουργήσεις | κρεούργησε | ||
| γ' ενικ. | κρεούργησε | θα κρεουργήσει | να κρεουργήσει | |||
| α' πληθ. | κρεουργήσαμε | θα κρεουργήσουμε | να κρεουργήσουμε | |||
| β' πληθ. | κρεουργήσατε | θα κρεουργήσετε | να κρεουργήσετε | κρεουργήστε | ||
| γ' πληθ. | κρεούργησαν κρεουργήσαν(ε) |
θα κρεουργήσουν(ε) | να κρεουργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κρεουργήσει | είχα κρεουργήσει | θα έχω κρεουργήσει | να έχω κρεουργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κρεουργήσει | είχες κρεουργήσει | θα έχεις κρεουργήσει | να έχεις κρεουργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κρεουργήσει | είχε κρεουργήσει | θα έχει κρεουργήσει | να έχει κρεουργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κρεουργήσει | είχαμε κρεουργήσει | θα έχουμε κρεουργήσει | να έχουμε κρεουργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κρεουργήσει | είχατε κρεουργήσει | θα έχετε κρεουργήσει | να έχετε κρεουργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κρεουργήσει | είχαν κρεουργήσει | θα έχουν κρεουργήσει | να έχουν κρεουργήσει |
| |
Μεταφράσεις
κρεουργώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.