κρατικοδίαιτο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κρατικοδίαιτο

  1. αιτιατική ενικού του κρατικοδίαιτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κρατικοδίαιτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.