κρατήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κρᾱτηρ-
ονομαστική κρατήρ οἱ κρατῆρες
      γενική τοῦ κρατῆρος τῶν κρατήρων
      δοτική τῷ κρατῆρ τοῖς κρατῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κρατῆρ τοὺς κρατῆρᾰς
     κλητική ! κρατήρ κρατῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρατῆρε
γεν-δοτ τοῖν  κρατήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρατήρ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρᾱτήρ αρσενικό

  1. (κεραμική) το μεγάλο δοχείο στο οποίο οι αρχαίοι νέρωναν το κρασί
  2. (γεωλογία) κοίλωμα, στόμιο ηφαιστείου

  • ιωνικός τύπος: κρητήρ

Συγγενικά

  • κοινοκρατηρόσκυφος
  • κρατηρία
  • κρατηρίζω
  • κρατηροφόρος
  • ὑποκρατηρίδιον
  • ὑποκρατήριον

 και δείτε τις λέξεις κρᾶμα και κεράννυμι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.