κρατήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κρᾱτηρ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | κρατήρ | οἱ | κρατῆρες | |
| γενική | τοῦ | κρατῆρος | τῶν | κρατήρων | |
| δοτική | τῷ | κρατῆρῐ | τοῖς | κρατῆρσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | κρατῆρᾰ | τοὺς | κρατῆρᾰς | |
| κλητική ὦ! | κρατήρ | κρατῆρες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρατῆρε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κρατήροιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κρατήρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κρᾱτήρ αρσενικό
- ιωνικός τύπος : κρητήρ
Συγγενικά
- κοινοκρατηρόσκυφος
- κρατηρία
- κρατηρίζω
- κρατηροφόρος
- ὑποκρατηρίδιον
- ὑποκρατήριον
→ και δείτε τις λέξεις κρᾶμα και κεράννυμι
Πηγές
- κρατήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρατήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.