κράκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κράκτης | οι | κράκτες |
| γενική | του | κράκτη | των | κρακτών |
| αιτιατική | τον | κράκτη | τους | κράκτες |
| κλητική | κράκτη | κράκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κράκτης < αρχαία ελληνική κράκτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κράκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κράκτης αρσενικό
- φωνακλάς
- (Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς που έδιναν το σύνθημα για να ζητωκραυγάσουν το βασιλιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.