κούρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κούρεμα | τα | κουρέματα |
| γενική | του | κουρέματος | των | κουρεμάτων |
| αιτιατική | το | κούρεμα | τα | κουρέματα |
| κλητική | κούρεμα | κουρέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κούρεμα < μεσαιωνική ελληνική κούρευμα < αρχαία ελληνική κουρά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈku.ɾe.ma/
Ουσιαστικό
κούρεμα ουδέτερο
- η κοπή των μαλλιών ανθρώπων ή ζώων
- (συνεκδοχικά) ο τρόπος που είναι κουρεμένα τα μαλλιά
- (μεταφορικά) η μείωση της αξίας των κρατικών ομολόγων, με απόφαση της κυβέρνησης μιας χώρας
- (μεταφορικά) ο ήχος και η φθορά που προκαλείται στα γρανάζια του κιβωτίου των ταχυτήτων των οχημάτων από κακή χρήση κατά την αλλαγή ταχύτητας
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη κουρεύω
Παράγωγα
- κουρεματάρα
- κουρεματάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.