κοψο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοψο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοψο- < κοψ- (αοριστικό θέμα του κόβω) + -ο- [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.pso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοψο-

Πρόθημα

κοψο- ή κοψ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

Αναφορές



Ετυμολογία

κοψο- < κοψ- (αοριστικό θέμα του κόβω, μορφής του κόπτω) +-ο-

Πρόθημα

κοψο-, κοψό- (& κόψ- πριν από φωνήεν)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.