κρατιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρατιστής οι κρατιστές
      γενική του κρατιστή των κρατιστών
    αιτιατική τον κρατιστή τους κρατιστές
     κλητική κρατιστή κρατιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρατιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρατιστής αρσενικό

  • αυτός που θεωρεί επιβεβλημένο τον θεσμό του κράτους

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.