κουτσομπολίστικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουτσομπολίστικα < κουτσομπολίστικος + -α
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουτσομπολεύω
Μεταφράσεις
κουτσομπολίστικα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.