κουτσομπολίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτσομπολίστικος η κουτσομπολίστικη το κουτσομπολίστικο
      γενική του κουτσομπολίστικου της κουτσομπολίστικης του κουτσομπολίστικου
    αιτιατική τον κουτσομπολίστικο την κουτσομπολίστικη το κουτσομπολίστικο
     κλητική κουτσομπολίστικε κουτσομπολίστικη κουτσομπολίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτσομπολίστικοι οι κουτσομπολίστικες τα κουτσομπολίστικα
      γενική των κουτσομπολίστικων των κουτσομπολίστικων των κουτσομπολίστικων
    αιτιατική τους κουτσομπολίστικους τις κουτσομπολίστικες τα κουτσομπολίστικα
     κλητική κουτσομπολίστικοι κουτσομπολίστικες κουτσομπολίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουτσομπολίστικος < κουτσομπόλης + -ίστικος

Επίθετο

κουτσομπολίστικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.