κουτάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουτάλα | οι | κουτάλες |
| γενική | της | κουτάλας | — | |
| αιτιατική | την | κουτάλα | τις | κουτάλες |
| κλητική | κουτάλα | κουτάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουτάλα < κουτάλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτάλα

ξύλινη κουτάλα

κουτάλα για τη σούπα
Ουσιαστικό
κουτάλα θηλυκό
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.