scoop

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
scoop scoops

scoop (en)

Ρήμα

ενεστώτας scoop
γ΄ ενικό ενεστώτα scoops
αόριστος scooped
παθητική μετοχή scooped
ενεργητική μετοχή scooping

scoop (en)

  1. βγάζω μερίδα/μπάλα παγωτού με το ειδικό κουτάλι
  2. βγάζω πρώτος είδηση
    We have scooped our rivals!
    Βγάλαμε την είδηση πριν τους ανταγωνιστές μας!
    We've been have been scooped!
    Έβγαλαν άλλοι πρώτοι την είδηση/Έβγαλαν άλλοι την είδηση πριν από μας!

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

scoop (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.