ζερβοκουτάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζερβοκουτάλα οι ζερβοκουτάλες
      γενική της ζερβοκουτάλας
    αιτιατική τη ζερβοκουτάλα τις ζερβοκουτάλες
     κλητική ζερβοκουτάλα ζερβοκουτάλες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζερβοκουτάλα < ζερβός + κουτάλα (αυτός που κρατάει το κουτάλι με το αριστερό χέρι)

Ουσιαστικό

ζερβοκουτάλα θηλυκό και ζερβοκουτάλας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.