ζερβοκουτάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζερβοκουτάλα | οι | ζερβοκουτάλες |
| γενική | της | ζερβοκουτάλας | — | |
| αιτιατική | τη | ζερβοκουτάλα | τις | ζερβοκουτάλες |
| κλητική | ζερβοκουτάλα | ζερβοκουτάλες | ||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ζερβοκουτάλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.