κουρνιαχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουρνιαχτός | οι | κουρνιαχτοί |
| γενική | του | κουρνιαχτού | των | κουρνιαχτών |
| αιτιατική | τον | κουρνιαχτό | τους | κουρνιαχτούς |
| κλητική | κουρνιαχτέ | κουρνιαχτοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουρνιαχτός < μεσαιωνική ελληνική κουρνιαχτός < κορνιαχτός < κορνιοκτός < αρχαία ελληνική κονιορτός < κόνις (δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το κουρνιάζω)
Ουσιαστικό
κουρνιαχτός αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.