κορνιαχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορνιαχτός οι κορνιαχτοί
      γενική του κορνιαχτού των κορνιαχτών
    αιτιατική τον κορνιαχτό τους κορνιαχτούς
     κλητική κορνιαχτέ κορνιαχτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

κορνιαχτός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.