κουρδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουρδισμένος | η | κουρδισμένη | το | κουρδισμένο |
| γενική | του | κουρδισμένου | της | κουρδισμένης | του | κουρδισμένου |
| αιτιατική | τον | κουρδισμένο | την | κουρδισμένη | το | κουρδισμένο |
| κλητική | κουρδισμένε | κουρδισμένη | κουρδισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουρδισμένοι | οι | κουρδισμένες | τα | κουρδισμένα |
| γενική | των | κουρδισμένων | των | κουρδισμένων | των | κουρδισμένων |
| αιτιατική | τους | κουρδισμένους | τις | κουρδισμένες | τα | κουρδισμένα |
| κλητική | κουρδισμένοι | κουρδισμένες | κουρδισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κουρδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρδίζω
Μετοχή
κουρδισμένος, -η, -ο
- (μουσική) που έχει κουρδιστεί, που ρυθμίστηκε ώστε να παράγει νότες στον κατάλληλο τόνο
- (μεταφορικά) εκνευρισμένος
Μεταφράσεις
κουρδισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.