κουμπωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουμπωτός η κουμπωτή το κουμπωτό
      γενική του κουμπωτού της κουμπωτής του κουμπωτού
    αιτιατική τον κουμπωτό την κουμπωτή το κουμπωτό
     κλητική κουμπωτέ κουμπωτή κουμπωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουμπωτοί οι κουμπωτές τα κουμπωτά
      γενική των κουμπωτών των κουμπωτών των κουμπωτών
    αιτιατική τους κουμπωτούς τις κουμπωτές τα κουμπωτά
     κλητική κουμπωτοί κουμπωτές κουμπωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουμπωτός < κουμπώνω + -τός

Επίθετο

κουμπωτός

  1. που έχει κουμπιά με τα οποία κλείνει
  2. που είναι δυνατόν να «κουμπώσει», να δέσει / εφαρμόσει τέλεια σε κάτι άλλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.