κομπώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κομπώνω < μεσαιωνική ελληνική κομπώνω < ελληνιστική κοινή κομβόω

Ρήμα

κομπώνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κομπώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

κομπώνω

  1. δένω κάποιον με μάγια
  2. εξαπατώ, ξεγελώ
      16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 137, στ. 7 (1-8) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἂν ἔν κ’ ἐσύ ’σαι δίδυμος γιὰ μέναν,
    πῶς κεῖν’ τὸ σπλάχνος τῆς φιλιᾶς ἀφῆκα;
    Μπορὰ νοιαστῆς καὶ τ’ ἄστρη κατεβῆκαν
    χαμαὶ στὴν γῆν καὶ τὰ βουνά ’ν πνιμένα,
    καὶ πὼς τὰ ψάρια ζοῦσιν μέ στὰ δάση
    κ’ ἡ φώτη βρέχει κ’ ἡ βροχὴ στεγνώννει
    καὶ πὼς ὁ ἥλιος πάντα μᾶς κομπώννει
    γιατὶ ἀχ τὴν δύσην μέλλει νὰ μᾶς φτάση;
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.
      17ος/18ος αιώνας, Πέτρος Κατσαΐτης, Θυέστης, στίχ. 250 (245-250)
    Μὰ ὁ κακομοίρης κύρης τους, ποὺ μὲ χαρὰ μεγάλη
    ἐδείπνα εἰς τὴν τράπεζα καὶ τὄχαν στὸ κεφάλι
    τὸ στέμμα τὸ βασιλικό, κ᾿ ἐκεῖνος τῶν παιδιῶν του
    τὶς σάρκες τρώγει ἀνέγνωρα γιὰ βρῶμα ἐδικόν του,
    καθὼς ὁ ἴδιος τ᾿ ἀδελφὸς μὲ δόλο τοῦ ᾿χε δώσει
    ἐκεῖ εἰς τὸ τραπέζι του γιὰ νὰ τόνε κομπώση.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης. Ιφιγένεια—Θυέστης—Κλαθμός Πελοποννήσου. Ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, σελ. 170
  3. (στη μέση φωνή) ξεγελιέμαι
      16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Γ', στίχ. 233 (233-234)
    Μὰ κάτεχε, κομπώνεσαι, γιατί, μὰ τὴν ἀλήθεια,
    τάξε πὼς λέγεις ᾿νοῦς κουφοῦ σήμερο παραμύθια.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 125
      17ος αιώνας, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου, Κρητικό ποίημα, ανωνύμου, στίχ. 214 (212-216)
    Καὶ ἤκανε πὼς στὴ Σίφουνο ὁδεύγει
    ὀδιὰ νὰ δώσῃ ἀπόγνωσι νὰ ποῦσι,
    ὅσοι τόνε θωροῦ νὰ κομπωθοῦσι
    τὸ πῶς τὴν Πάρο δὲν τήνε γυρεύγει,
    μηδὲ διὰ λόγου τζ᾽ ἦρθε, μὰ μισσεύγει.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, Εκδοτικός Οίκος: Τύποις Παρασκευά Λεώνη, Αθήνα 1938, σελ. 19
  4. (στη μέση φωνή) αυταπατώμαι, καυχιέμαι

  • γκομπώνω
  • κομπώννω (και σήμερα ως ιδιωματικό στην Κύπρο)
  • κουμπώνω (και σήμερα ως ιδιωματικό)
  • ξανακομπόνω

Συγγενικά

  • κόμπωμα
  • κομπωμένος (μετοχή παρακειμένου ως επίθετο)
  • κομπωσία
  • κομπώσιον
  • κόμπωσις
  • κομπωτής
  • κομπώτρα

Σύνθετα

  • ἀνακομπόνω, ἀνασκομπώνω, ἀνασκουμπώνω
  • ξανακομπόνω

Ρηματικοί τύποι

  • κομπώννει
  • κομπώση
  • κομπωθοῦσι
  • κομπώνεσαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.