μασκαρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μασκαρεμένος | η | μασκαρεμένη | το | μασκαρεμένο |
| γενική | του | μασκαρεμένου | της | μασκαρεμένης | του | μασκαρεμένου |
| αιτιατική | τον | μασκαρεμένο | τη | μασκαρεμένη | το | μασκαρεμένο |
| κλητική | μασκαρεμένε | μασκαρεμένη | μασκαρεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μασκαρεμένοι | οι | μασκαρεμένες | τα | μασκαρεμένα |
| γενική | των | μασκαρεμένων | των | μασκαρεμένων | των | μασκαρεμένων |
| αιτιατική | τους | μασκαρεμένους | τις | μασκαρεμένες | τα | μασκαρεμένα |
| κλητική | μασκαρεμένοι | μασκαρεμένες | μασκαρεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μασκαρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μασκαρεύω
Μετοχή
μασκαρεμένος, -η, -ο
- που έχει ντυθεί μασκαράς
- Ήρθε μασκαρεμένος Ομπάμα (με τη μάσκα του Ομπάμα)
- που είναι μεταμφιεσμένος
- Αδιακρισία μασκαρεμένη σε ενδιαφέρον
- → δείτε τη λέξη μασκαρεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.