μασκαρεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μασκαρεμένος η μασκαρεμένη το μασκαρεμένο
      γενική του μασκαρεμένου της μασκαρεμένης του μασκαρεμένου
    αιτιατική τον μασκαρεμένο τη μασκαρεμένη το μασκαρεμένο
     κλητική μασκαρεμένε μασκαρεμένη μασκαρεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μασκαρεμένοι οι μασκαρεμένες τα μασκαρεμένα
      γενική των μασκαρεμένων των μασκαρεμένων των μασκαρεμένων
    αιτιατική τους μασκαρεμένους τις μασκαρεμένες τα μασκαρεμένα
     κλητική μασκαρεμένοι μασκαρεμένες μασκαρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μασκαρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μασκαρεύω

Μετοχή

μασκαρεμένος, -η, -ο

  1. που έχει ντυθεί μασκαράς
    Ήρθε μασκαρεμένος Ομπάμα (με τη μάσκα του Ομπάμα)
  2. που είναι μεταμφιεσμένος
    Αδιακρισία μασκαρεμένη σε ενδιαφέρον
  3.  δείτε τη λέξη μασκαρεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.