κουβαρίστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουβαρίστρα | οι | κουβαρίστρες |
| γενική | της | κουβαρίστρας | των | κουβαριστρών |
| αιτιατική | την | κουβαρίστρα | τις | κουβαρίστρες |
| κλητική | κουβαρίστρα | κουβαρίστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κουβαρίστρες (1) με κλωστές διαφόρων χρωμάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.