κουβαρίστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουβαρίστρα οι κουβαρίστρες
      γενική της κουβαρίστρας των κουβαριστρών
    αιτιατική την κουβαρίστρα τις κουβαρίστρες
     κλητική κουβαρίστρα κουβαρίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κουβαρίστρες (1) με κλωστές διαφόρων χρωμάτων

Ετυμολογία

κουβαρίστρα < κουβάρι + -ίστρα

Ουσιαστικό

κουβαρίστρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.