κουβαρίστρας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουβαρίστρας < κουβαρίστρα + -ς
Ουσιαστικό
κουβαρίστρας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο διαβιβαστής
- ↪ πάρε κουβαρίστρα αυτά τα χαρτιά και πηγαινέ τα στον διοικητή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.