μπομπίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπομπίνα οι μπομπίνες
      γενική της μπομπίνας των μπομπινών
    αιτιατική την μπομπίνα τις μπομπίνες
     κλητική μπομπίνα μπομπίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπομπίνα < λείπει η ετυμολογία
διαφόρων ειδών μπομπίνες (2)
Μπομπίνα κινηματογραφικής ταινίας.

Ουσιαστικό

μπομπίνα θηλυκό

  1. το καρούλι
  2. (ειδικότερα) το καρούλι που στενεύει στη μία άκρη και δεν είναι πεπλατυσμένο στη μικρή ή και στις δύο άκρες
  3. καρούλι γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένο κινηματογραφικό φιλμ
  4. (κατ’ επέκταση) η συνήθης ποσότητα υλικού που τυλίγεται στην μπομπίνα ως μονάδα μέτρησης
    για να τα ράψω όλα αυτά θα πρέπει να χαλάσω πέντε μπομπίνες κλωστή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.