μπομπίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπομπίνα | οι | μπομπίνες |
| γενική | της | μπομπίνας | των | μπομπινών |
| αιτιατική | την | μπομπίνα | τις | μπομπίνες |
| κλητική | μπομπίνα | μπομπίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπομπίνα < → λείπει η ετυμολογία

διαφόρων ειδών μπομπίνες (2)

Μπομπίνα κινηματογραφικής ταινίας.
Ουσιαστικό
μπομπίνα θηλυκό
- το καρούλι
- (ειδικότερα) το καρούλι που στενεύει στη μία άκρη και δεν είναι πεπλατυσμένο στη μικρή ή και στις δύο άκρες
- καρούλι γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένο κινηματογραφικό φιλμ
- (κατ’ επέκταση) η συνήθης ποσότητα υλικού που τυλίγεται στην μπομπίνα ως μονάδα μέτρησης
- για να τα ράψω όλα αυτά θα πρέπει να χαλάσω πέντε μπομπίνες κλωστή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.