καρούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρούλι τα καρούλια
      γενική του καρουλιού των καρουλιών
    αιτιατική το καρούλι τα καρούλια
     κλητική καρούλι καρούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρούλι < λείπει η ετυμολογία
Καρούλι (1)
Καρούλι (2)

Ουσιαστικό

καρούλι ουδέτερο

  1. κύλινδρος στον οποίο τα άκρα προεξέχουν και είναι πεπλατυσμένα ώστε στο ενδιάμεσο διάστημα να μπορεί να τυλιχτεί κάποιο υλικό που έχει μορφή νήματος
  2. μικρός τροχός σε τροχήλατες συσκευές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.