κουβαλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουβαλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουβαλῶ < ελληνιστική κοινή κοβαλεύω < αρχαία ελληνική κόβαλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.vaˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουβαλώ

Ρήμα

κουβαλώ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.