προεξάρχων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεξάρχων η προεξάρχουσα το προεξάρχον
      γενική του προεξάρχοντος της προεξάρχουσας
& προεξαρχούσης*
του προεξάρχοντος
    αιτιατική τον προεξάρχοντα την προεξάρχουσα το προεξάρχον
     κλητική προεξάρχων προεξάρχουσα προεξάρχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεξάρχοντες οι προεξάρχουσες τα προεξάρχοντα
      γενική των προεξαρχόντων των προεξαρχουσών των προεξαρχόντων
    αιτιατική τους προεξάρχοντες τις προεξάρχουσες τα προεξάρχοντα
     κλητική προεξάρχοντες προεξάρχουσες προεξάρχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προεξάρχων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προεξάρχω ((ελληνιστική κοινή))[1]

Μετοχή

προεξάρχων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.