προεξάρχων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προεξάρχων | η | προεξάρχουσα | το | προεξάρχον |
| γενική | του | προεξάρχοντος | της | προεξάρχουσας & προεξαρχούσης* |
του | προεξάρχοντος |
| αιτιατική | τον | προεξάρχοντα | την | προεξάρχουσα | το | προεξάρχον |
| κλητική | προεξάρχων | προεξάρχουσα | προεξάρχον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προεξάρχοντες | οι | προεξάρχουσες | τα | προεξάρχοντα |
| γενική | των | προεξαρχόντων | των | προεξαρχουσών | των | προεξαρχόντων |
| αιτιατική | τους | προεξάρχοντες | τις | προεξάρχουσες | τα | προεξάρχοντα |
| κλητική | προεξάρχοντες | προεξάρχουσες | προεξάρχοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προεξάρχων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προεξάρχω ((ελληνιστική κοινή))[1]
Μεταφράσεις
προεξάρχων
|
|
Αναφορές
- προεξάρχων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.