κορομηλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορομηλιά | οι | κορομηλιές |
| γενική | της | κορομηλιάς | των | κορομηλιών |
| αιτιατική | την | κορομηλιά | τις | κορομηλιές |
| κλητική | κορομηλιά | κορομηλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κλαδί της κορομηλιάς την άνοιξη
Ετυμολογία
- κορομηλιά < κορόμηλ(ο) + -ιά[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ɾo.miˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρο‐μη‐λιά
Ουσιαστικό
κορομηλιά θηλυκό
Συνώνυμα
-
κορομηλιά στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- κορομηλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.