τζανεριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τζανεριά | οι | τζανεριές |
| γενική | της | τζανεριάς | των | τζανεριών |
| αιτιατική | την | τζανεριά | τις | τζανεριές |
| κλητική | τζανεριά | τζανεριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τζανεριά < τουρκική can eriği
Μεταφράσεις
τζανεριά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.