Κορομηλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κορομηλιά | οι | Κορομηλιές |
| γενική | της | Κορομηλιάς | των | Κορομηλιών |
| αιτιατική | την | Κορομηλιά | τις | Κορομηλιές |
| κλητική | Κορομηλιά | Κορομηλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κορομηλιά < καθαρεύουσα Κορομηλέα. → δείτε και τη λέξη κορομηλιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ɾo.miˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ρο‐μη‐λιά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.