κουρουμπλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουρουμπλιά | οι | κουρουμπλιές |
| γενική | της | κουρουμπλιάς | των | κουρουμπλιών |
| αιτιατική | την | κουρουμπλιά | τις | κουρουμπλιές |
| κλητική | κουρουμπλιά | κουρουμπλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουρουμπλιά < μετατροπή από «ο» σε «ου» της κορομηλιά
Μεταφράσεις
κουρουμπλιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.